Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

Καλολογικά στοιχεία


Μεταφορές

Είναι η εποχή που έχουμε ξεπεράσει τον γκρινιάρη, το φιδάκι, το στρατέγκο και τη μονόπολη. Ήμαστε στο σπίτι του Πολύδωρου. Έχουμε μόλις αγοράσει, τα μαμούχαλα χοντρά παιδιά της πόλης, μιαν επιτραπέζια ρουλέτα.
(Η συνέχεια εδώ).
Διαβάζουμε με αφοσίωση τις οδηγίες. Τον κρουπιέρη τον λέγαμε γκρουπιέρη (εγώ ακόμα έτσι τον λέω). Μας φαινόταν φυσιολογικό να λέγεται γκρουπιέρης αφού σαλαγάει ολάκερο γκρουπ από εθισμένους στο τζόγο. Λένε οι οδηγίες ότι στο τέλος του πονταρίσματος ο κρουπιέρης πρέπει να ανακοινώνει rien ne va plus. Ανοίγουμε τα λεξικά. Τι είναι το rien; Ο αδερφός του έχει και γαλλικό λεξικό. Ε βέβαια. Τον είχα κόψει εγώ τι φλώρος ήτανε. Άκου γαλλικό! Σκέψου τώρα στο Χαβάη 5-0 να μιλάει ο Μαγκάρετ γαλλικά. Άντε να πεις “book them Dano” στα γαλλικά. Ήμαρτον Παναγία μου.


Κι εκεί που προσπαθούμε να την πούμε την κωλοφράση «rien ne va plus» με αγγλική προφορά (ράιεν νε βα πλας) τους σταματάω. Παιδιά έχω να ρωτήσω 2 πράγματα. Το ένα είναι γιατί δεν παίζουμε το παλιοπαίχνιδο χωρίς να λέμε αυτά τα ακαταλαβίστικα. Το δεύτερο είναι αν διάβασε κανείς αυτά που έχουμε για αύριο. Είδα είναι κάτι δύσκολα. Ακαταλαβίστικα κι αυτά σαν το καζίνο. Τα λένε καλολογικά στοιχεία.

Με διαβεβαίωσαν ότι α) είναι σωστό και πρέπον να λέμε rien ne va plus γιατί αν μας δει κανείς και πάρει χαμπάρι ότι δεν το λέμε θα γίνουμε ρεντίκολο στον ξένο άνθρωπο (άσε που άμα είναι και Γάλλος θα παρεξηγηθεί) και β) ότι τα καλολογικά στοιχεία δεν είναι κάτι να ανησυχώ, ότι είναι απλά διαδικαστικό το ζήτημα και θα τα μάθουμε κι αυτά έτσι απλά όπως τους νομούς της Μακεδονίας μαζί με τα ποτάμια της και τις λίμνες της. Ζόρι δηλαδή, αλλά όχι και κάτι ακατόρθωτο όπως το οχτώ οχτώ που με είχε ταλαιπωρήσει με την προπαίδεια.

Έτσι άρχισε αυτή η παράνοια με τα καλολογικά στοιχεία. Όπως ο έρπης στα χείλια που στην αρχή σε φαγουρίζει λίγο και μετά μπορεί να σε βασανίζει για καιρό. Σαν κάποια πρόσωπα που ενώ δεν είναι εκεί πια, τα βλέπεις τις νύχτες και ξυπνάς. Έτσι αρχίσαμε να τιναζόμαστε τα βράδια. Να μπαίνουν σαν παράσιτα τα καλολογικά στοιχεία στα φροϋδικά μας όνειρα. Επί δύο χρόνια. Ούτε ένας μήνας, ούτε δυο. Δύο χρόνια ολάκερα μαθαίναμε τα καλολογικά στοιχεία.

Τα κοσμητικά επίθετα, ήταν εύκολα και για τους ηλίθιους. Δηλαδή αντί να λες όμορφος, έλεγες πανέμορφος. Ε καλά τώρα. Βάλε να χεις. Πανέμορφος θες κυρά μου; Πανέμορφο θα τονε λέω. Πανάσχημο; Πανάσχημο. Κατάκοπο. Παράφορο. Χα. Τελικά ήταν εύκολο. Άμα έβαζες μπροστά από τα επίθετα κάποια πρόθεση τότε μεγάλωνε το επίθετο και το έλεγες κοσμητικό. Αυτός ήταν ένας δικός μου πούστικος τρόπος να κατασκευάζω κοσμητικά επίθετα. Κατάμαυρος, υπέρλαμπρος, ολόπαχος, καραμαλάκας. Βέβαια στις δυο τελευταίες λέξεις το πρώτο συνθετικό δεν είναι πρόθεση. Στη μια είναι επίθετο και στην άλλη ένα απλό χρώμα. Το καρά- δείχνει ότι ο πολύ μαλάκας είναι μαύρος, δηλαδή έχει μαύρο ριζικό ο δόλιος.

Και οι παρομοιώσεις δεν μπορώ να πως ότι με ενόχλησαν. Σαν γαζέλα, σαν γάτα, σαν… Όπου έβλεπα «σαν» ήταν παρομοίωση. Παρομοιάζεις κάτι με κάτι άλλο. Εμένα με τον Μαγκάρετ. «Είμαι σαν τον Μαγκάρετ». Σιγά τον μαλάκα, διαφωνούσε υπονομεύοντας τον Μαγκάρετ ο Αντώνης το αλάνι. «ΣΑΝ τον μαλάκα» διόρθωνα εγώ.

Ο κύκλος: ήταν μια βλακώδης κατάσταση που δεν καταλάβαινα γιατί τη λέγανε καλολογικό στοιχείο. Βήμα με βήμα, πόρτα την πόρτα, θανάτω θάνατον. Έπρεπε, λέει να αρχίζεις και να τελειώνεις με την ίδια λέξη. Να υπάρχουν λέξεις ενδιάμεσα; Δεν έλεγε. Δηλαδή το «αγάπη μου, αγάπη μου» που έλεγε ο Κωνσταντίνου στη Βουγιουκλάκη (Σά αδί) είναι κύκλος; Όχι. Μπέρδεμα πολύ. Ποτέ δεν κατάφερα να το κάνω καλά το κόλπο. Εξάλλου γιατί να ασχολούμαι με γεωμετρικά σχήματα καταμεσής στη γλώσσα;

Και μετά άρχισαν τα πιο περίεργα και αγγελοκρουσμένα. Προσωποποίηση. Δηλαδή στα καλά του καθουμένου αρχίζουν να μιλάνε τα βράχια, να παίζουν τα λουλούδια, να πηδιούνται τα βουνά. Ώπα ρε φίλε. Βάστα λίγο. Τι αχαλίνωτη μαλακία είναι αυτή; Έχεις δει τσόντα με βουνά; Έχεις δει αστυνομική ταινία με έπιπλα; Ο σχιζοφρενής καναπές με το ριχτάρι; Κι έρχεσαι εσύ κυρά μου και μου λες ότι είναι απόλυτα φυσιολογικό; Εγώ αυτό είχα ακούσει να το λέει η Αστέρω ότι τα αδέρφια της είναι τα βουνά και σόι της οι κάμποι και τη λυπόμουν που πάει αποτρελάθηκε και μια οικογενειακή μάζωξη την έχει κάνει χάρτη γεωγραφικό, ας όψεται αυτός ο Θύμιος που της πήρε τα μυαλά κι όχι ο άλλος ο ματάκιας που την είχε δει γυμνή να κάνει στο ποτάμι μπάνιο. Κι αρχίσαμε λοιπόν τα σουρεαλιστικά. Σύννεφα που κλαίνε, ήλιος που μας κλείνει το μάτι, φεγγάρι που μας κοιτάει μελαγχολικά, χέστρες που μας γνέφουν, κρεβάτια που μας αγκαλιάζουν, μαρούλια που παίζουν μαζί μας μπιρίμπα.

Πλεονασμός. Αυτό το μάθαμε στην επόμενη τάξη. Ήταν για πολύ προχωρημένους. «Τον άγγιξα με τα ίδια μου τα χέρια». Αυτό είναι, λέει, ο πλεονασμός. Ε ρε φίλε… Το αυτονόητο το ξαναλές και κουράζεις το κοινό. Αυτό είναι καλολογικό στοιχείο; Δηλαδή η έκφραση «κλάνω την πορδή μου» τι το καλολογικό περιέχει; Θα μου πεις ο άλλος λέει «έζησε τη ζωή του» και γίνεται φίρμα. Άβυσσος…

Το πρωθύστερο σχήμα ήταν από τα αγαπημένα μου. Διότι είχε και κάτι το μαθηματικό μέσα. Έπρεπε, λέει, να βρεις ποια πράγματα γίνονταν με ανάποδη χρονική σειρά από ό,τι λέει το κείμενο. «Ξεντύθη ο νιός, ξεζώθηκε και πάει να την βατέψει». Αυτό τώρα είναι λέει πρωθύστερο σχήμα. Διότι πρώτα, λέει, ξεζώνεσαι, μετά ξεντύνεσαι και μετά βατεύεις. Βέβαια σας ορκίζομαι ότι έχω δει ταινίες με ακριβώς την αντίθετη σειρά. Στις ταινίες αυτές πραγματικά δεν μπορείς να επισημάνεις τι είναι πρωθύστερο, διότι ο χρόνος χάνει πια τη σημασία του. Είναι σαν όλα να γίνονται μέσα σε μια μαύρη τρύπα (ή όποιου χρώματος τέλος πάντων).

Επανάληψη: «μάνα κράζει το παιδάκι, μάνα ο νιός και μάνα ο γέρος. Μάνα ακούς σε κάθε μέρος». Δεν λέει ο σιχαμένος ότι το παιδάκι λέει «μάνα», ο νιός λέει «μανάρι» κι ο γέρος εννοεί «μανίτσα». Τα βάζει όλα σε ένα τσουβάλι και νομίζει ότι είναι επανάληψη. Ανόητε…

Μεταφορές. Εγώ τις μεταφορές τις είχα ακούσει πάντα στην καθαρεύουσα. Και πάντα προηγούνταν η λέξη «εκτελούνται». Ούτως ή άλλως δεν είχα καταλάβει τι το κακό είχαν κάνει αυτές οι «μεταφοραί» για να τις εκτελέσουν. Φανταζόμουν κάτι μπρατσωμένους τύπους που κουβαλάνε καναπέδες και κούτες με πράγματα και κάνανε στην κατοχή παράνομες μετακομίσεις. Προφανώς γι αυτό θα τους περνούσαν οι Γερμανοί από εκτελεστικό απόσπασμα. Ότι οι χαμάληδες αυτοί ήταν αντιστασιακοί, συνεργάτες της υπολοχαγού Νατάσας, και μετέφεραν κούτες με ασυρμάτους ή με μπαρουτόβολα για τον αγώνα. Γι αυτό όταν συλλαμβάνονταν αυτές οι «μεταφοραί» εκτελούνταν. Τώρα όμως τις ονόμαζαν καλολογικά στοιχεία. Τι μετέφεραν αυτές οι «μεταφοραί»; Ποιος τις έκανε τις «μεταφοραί»; Και γιατί δεν ήταν πια στην καθαρεύουσα; Ρώτησα. «Ποιος τις κάνει τις μεταφορές»; Ο συγγραφέας μου απάντησε η κυρία. Με κοίταξε απορημένη. Την κοίταξα σαν να κατάλαβα. Ήταν ξεφτίλα να την ξαναρωτήσω. Τι σκατά συγγραφέας ήταν αυτός με τρίκυκλο; Η κυρία μας έβαζε να βρίσκουμε στα κείμενα τις μεταφορές. Το κείμενο μίλαγε για τη σκληρή ζωή σε ένα ψαροκάικο. Αμέσως σήκωσα χέρι όταν ρώτησε για καλολογικά στοιχεία. Ανέφερα προσωποποιήσεις, παρομοιώσεις και με ρωτάει αν βρήκα καμιά μεταφορά. «Τα ψάρια» της απαντάω. Κάποιοι άλλοι ρουφιάνοι σήκωσαν χέρια. «Κυρία, κυρία…». Κωλόπαιδα. Είχα κάνει κάποιο λάθος; Ψάρια δεν θα μετέφερε το ψαροκάικο; Τι είχε κρυμμένο στα αμπάρια του το ψαροκάικο; Μήπως τα ψάρια ήταν βιτρίνα; Αχά… «Τα ψάρια τι;» με ρωτάει αυτή. «Κυρία, κυρία…» οι άλλοι οι χαφιέδες, οι γερμανοτσολιάδες με την κουκούλα. Αμέσως να με κάνουν ρεζίλι. Με βλέπει αυτή να ζορίζομαι. Έχω πάρει αυτό το ακαταμάχητο μπλαβί χρώμα μου, που πάντα συγκινούσε τις γυναίκες, γι αυτό όλες έχουν τις καλύτερες αναμνήσεις από μένα. Έχω μεγάλο σουξέ ως «ανάμνηση». «Ας βοηθήσει κάποιος άλλος» λέει η κυρία. «Καρυδότσουφλο» σκούζει ο Μήτσος ο μαλάκας λες και θα κερδίσει το εκατομμύριο. «Ααααα…» κάνουν οι άλλοι που σήκωναν ολόρθα τα χέρια και τώρα αυτά κατεβαίνουν αργά, πεθαμένη στύση μετά τον οργασμό. Τους έκλεψε τάχα τη δόξα και στεναχωρήθηκαν τα μούλικα. Τι καρυδότσουφλο; Μετέφερε το καΐκι καρύδια; Και γιατί μας το κρύβανε; Πιάστηκε στην Κορινθία;

Τότε, ανάμεσα στα καλολογικά στοιχεία, έβαζαν και τις «ωραίες εικόνες». Μετά προφανώς τις κατάργησαν διότι ήταν ο απόλυτος εφιάλτης. Όταν έλεγαν οι δάσκαλοι να βρούμε τα καλολογικά στοιχεία ξεπατωνόμασταν στο γράψιμο. Γράφαμε όλες τις παρομοιώσεις, όλες τις προσωποποιήσεις όλα τα πρωθύστερα, τα οξύμωρα σχήματα και τους ευφημισμούς. Και βέβαια έπρεπε να γράψουμε και τις ωραίες εικόνες. Τι ήταν μια ωραία εικόνα; Έλα ντε. Μια παράγραφος ολόκληρη ίσως. Σκέψου να έχει ταλέντο στις περιγραφές ο συγγραφέας και κάθε παράγραφος να είναι και μια ωραία εικόνα. Και να πρέπει εγώ να ξαναγράψω στο τετράδιο όλες τις ωραίες εικόνες που έχω βρει. Την κάτσαμε τη βάρκα. Όταν έλεγε η δασκάλα να βρούμε κάποια καλολογικά στοιχεία διευκρίνιζε τι ήθελε. Πάντα τις ωραίες εικόνες τις άφηνε να τις πει στο τέλος. Αγωνιούσαμε εμείς μην τύχει και τις ζητήσει. Και πάντα όταν τις ζητούσε, τις έλεγε στο τέλος. «Α, και τις ωραίες εικόνες». Είναι σα να τρως γκολ στις καθυστερήσεις. Δεν τις χώνευα τις ωραίες εικόνες. Άρχισα να τις αμφισβητώ. Με ποιο κριτήριο τις θεωρούμε ωραίες; Εμένα δεν μ αρέσουν. Προκειμένου να μην κάθομαι και ξαναγράφω σχεδόν όλο το κείμενο, άρχισα να γίνομαι επιλεκτικός. Ανέπτυξα, ούτως ειπείν, μια πιο… κριτική ματιά. Μια φορά πήρε τα τετράδια. Δεν είχα γράψει καμία ωραία εικόνα. Τα υπόλοιπα τα είχα γράψει. «Ξέχασες τις ωραίες εικόνες», μου λέει. «Δεν είχε» της κάνω. «Δεν βρήκες καμία; Κάτι που να σου άρεσε; Κάποια όμορφη περιγραφή; Να εδώ που περιγράφει σ αυτήν την παράγραφο το ταξίδι και την άσφαλτο που ξετυλίγεται σαν κορδέλα μπροστά στο αυτοκίνητο; Δεν συμφωνείτε παιδιά;». Οι άλλοι άρχισαν να βογκάνε για να δείξουν πόσο μα πόσο συμφωνούσαν με την κυρία. Βογκούσαν λες τους είχε πετύχει η ωραία εικόνα στο δόξα πατρί ή στο σημείο G. «Εμένα δεν μου άρεσε κυρία» ψέλλισα. «Με πειράζει το αμάξι. Ζαλίζομαι».

1 σχόλιο:

Εδώ θα αφήνετε σχόλια και... σχολιανά