Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Ο γεωργός

«Ο γεωργός». Ρε γαμώτο, είμαστε καταμεσής στη Θεσσαλονίκη. Κέντρο καράκεντρο. Δεν ξέρουμε από φυτά, από δέντρα, από χόρτα, από μπάφο. Είμαι μόλις 7 ή 8 χρονών. Και έρχεσαι εσύ κυρά μου και μας βάζεις έκθεση με θέμα «Ο γεωργός»; (Η συνέχεια εδώ)

Από πού κι ως πού ο γεωργός; Βάλε ο υδραυλικός, βάλε ο καλουπατζής, ο κουφωματάς. Αφού δεν θέλεις να βάλεις επιστήμονα. Είναι φανερό ότι δεν τον γουστάρεις τον επιστήμονα. Θες κάτι πιο μπρουτάλ, να αναδίδει φερομόνες και άλλες πρόστυχες ορμόνες. Κι όταν εσύ κυρία μου, κοτζάμ δασκάλα, δεν τον θες τον διαβαστερό φλούφλη, τον εισαγγελέα πρωτοδικών, τον κοινωνικό λειτουργό με την στυτική δυσλειτουργία, ε τότε πώς να με κάνεις κι εμένα να διαβάσω; Γιατί να διαβάσω. Τι πρότυπα μου προβάλλεις; Κορόιδο είμαι να πάω να διαβάσω, να ευνουχιστώ;

Και βάζεις που βάζεις να γράψω έκθεση για τον χειρώνακτα, βάλε κάτι που να το ξέρουμε. Που να το κάνει κι ο μπαμπάς μας. Ο γείτονάς μας. Βάλε κάτι γνωστό. Βάλε «Ο συνταγματάρχης» να σου γράψω τα πάντα για τη ζωή του διότι με τον Βαρτάνη και τον άγνωστο πόλεμο γνωρίζω ήδη όλα τα SOS, τα σχετικά με την καθημερινότητα ενός ήρωα συνταγματάρχη της αντικατασκοπείας στη διάρκεια του πολέμου (ενός ανθρώπου της διπλανής πόρτας δηλαδή).

Ο γεωργός λοιπόν. Μάλιστα. Κοιταζόμαστε όλοι. Ψάχνω να βρω κάποιον που ο πατέρας του είναι κρυφά γεωργός και μας παριστάνει τον άνθρωπο της πόλης. Ότι ζούνε κάπου στο μικρό σπίτι στο λιβάδι και με κάποιο μέσον ήρθε και γράφτηκε εδώ για να παίρνει και μια τζούρα καυσαέριο. Ίσως ο Αλέξης στο 2ο θρανίο που κάθε τρεις και λίγο κατουριέται. Γιατί έτσι έμαθε. Από το μεσημέρι και μετά κατουράει όπου βρει μέσα στα χωράφια όποτε και όταν θέλει. Με μια αστραπιαία κίνηση τον βγάζει και αμολάει το κατούρημά του στα δασικά μονοπάτια του Γουόλνατ Γκρόουβ, κοντά στο σπίτι της Λώρα Ινγκλς, και τώρα το πουλάκι μου δεν μπορεί να κρατηθεί και κάθε ώρα θέλει να πάει τουαλέτα και δώστου να σηκώνει χέρι «κυρία να πάω τουαλέτα» ο παλιο… χωριάτης. Ε βέβαια. Τι το πέρασες εδώ καημένεεε. Εδώ είσαι σε πόλη ρεεεε. Εδώ κρατιόμαστε και δεν κατουράμε όπου βρούμε. Γι αυτό και μένα τις προάλλες πήγε να σκάσει η φούσκα μου, αλλά άντεξα το βασανιστήριο και δεν βγήκα. Κι ο Κωστής μπροστά προσπάθησε, αλλά δεν τα κατάφερε και τσαρρρρρ, κατουρήθηκε πάνω του ο χαζός, Θεέ μου τι ξεφτίλα

Ή μπορεί να είναι γεωργός ο μπαμπάς του Χρήστου. Γι αυτό στο σόι τους είναι όλοι μαύροι. Από τον ήλιο στα χωράφια. Τους φαντάζομαι όταν θερίζουν, να ιδρωκοπούν και να ζέχνουν και να σιγοψήνονται μέσα στο λιοπύρι. Και η μάνα του μαύρη, και ο αδερφός του μελαχρινός. Τον μπαμπά του δεν τον είδαμε μέχρι τώρα. Όλη μέρα σπέρνει!!! Δεν προλαβαίνει να ρθει.

Η ώρα περνάει και προσπαθώ να φανώ πονηρός. Δεν ξέρω τι κάνει ο γεωργός. Οκ. Έχουμε πει μερικά πράγματα στο μάθημα. Να θυμηθώ. Σκληρή δουλειά, κρύο, κούραση… Σκατά. Μόνο αυτά δεν φτάνουν. Πρέπει να γράψω το γιατί. Γιατί είναι σκληρή δουλειά; Είναι πιο δύσκολη από του οικοδόμου που είναι ο μπαμπάς μου; Γιατί; Φαντάζομαι ότι είναι δύσκολη γιατί θα έχει καμιά σκρόφα γυναίκα που ούτε σημασία δεν θα του δίνει. Άσε που θα χει και τίποτα κωλόπαιδα. Ενώ ο μπαμπάς μου τυχερός…

Ας το ξαναπιάσουμε από την αρχή. Χωράφια. Άρα κρύο, λάσπες, βροχή. Ή ζέστη αφόρητη και μύγες και φίδια και δηλητηριώδη μαμούνια, ταραντούλες και κροταλίες. Ώπα δικέ μου, ήρεμα. Να ρωτήσω κάτι: ο γεωργός δουλεύει χειμώνα, καλοκαίρι ή όλες τις σεζόν; Εξαρτάται από τι σπέρνει στο χωράφι; Εμείς τρώμε ζαρζαβάτι όλο το χρόνο. Να θυμηθώ να ρωτήσω τη μάνα μου αν είναι τίποτα κατεψυγμένα. Έχουν λέει και θερμοκήπια. Η κυρία μας εννοεί «γεωργός θερμοκηπίου» ή regular; Προσπαθώ να θυμηθώ αυτά που μάθαμε για τα φυτά στην φυσική ιστορία και την πατριδογνωσία. Το σιτάρι, το σιτάρι. Θα γράψω πόσο σημαντική δουλειά κάνει αυτός ο γεωργός που αν δεν ήταν αυτός πώς θα τρώγαμε ψωμί; Δεν θα γράψω ότι προτιμώ την τυρόπιτα. Όχι. Στο σπίτι μας τρελαινόμαστε όλοι για το ψωμί από το σιτάρι του γεωργού. Και όταν τρώμε, κάθε μας μπουκιά είναι και ένας κόμπος στο λαιμό που μας φέρνει δάκρυα για τη σκληρή δουλειά που κάνει. Μπας και είναι κάπως μελό;

Γιατί είναι σκληρή η δουλειά του ρε γαμώτο; Μήπως δεν έχει λεφτά να αγοράσει τρακτέρ; Γιατί αν έχει κάνα από αυτά τα τεράστια Zetor με κάτι λαστιχάρες να με το συμπάθειο, η δουλειά του είναι απόλαυση. Σκέψου λέει να βγαίνεις βόλτα μ αυτό στο δρόμο. Ω ρε μάνα μου. Σκληρή θα είναι η δουλειά του αν οργώνει με ζώα και όχι με τρακτέρ. Ε βέβαια. Αυτή η δασκάλα θα μιλάει για τον «φτωχό γεωργό». Χωρίς αυτές τις τεράστιες θεριζοαλωνιστικές μηχανές, τις κομπίνες. Το θέμα κυρία μου έπρεπε να είναι «Ο γεωργός σιτηρών χωρίς κομπίνα». Δώσε διευκρινήσεις.

Προσπαθώ να θυμηθώ πότε φυτρώνει το σιτάρι. Και πότε σπέρνουν. Πότε αλωνίζουν. Πότε θερίζουν. Πόσες σκατοδουλειές. Με ποια σειρά να τις βάλω. Θεέ μου τι άγχος. Κι εγώ, αλλά και ο γεωργός φάγαμε τα νιάτα μας μ αυτήν την κωλοδουλειά. Πότε να ποτίσεις, πότε να θερίζεις, πότε να φέρεις τη δισκοσβάρνα (άγνωστη λέξη αυτή, κάπου την άκουσα στο μάθημα). Χώρια η φρέζα. Τι είναι η φρέζα; Έχω ακούσει για πρέζα, αλλά για φρέζα; Κι όμως μου ρχονται σκόρπιες λέξεις από το μάθημα. Είχαμε κάνει για το σιτάρι. Και μας είπε αυτή για όλα αυτά τα μηχανήματα και τις άγνωστες λέξεις. Πού τα ξέρει ρε γαμώτο αυτή αυτά; Από τη Γεωργική Σχολή στη Θεσσαλονίκη πήρε το πτυχίο; Μήπως παλιά είχε κάναν γκόμενο αγρότη και πληρώνουμε εμείς τώρα τα γαμησιάτικα; Έναν αποτυχημένο έρωτα. Αυτός σκοτώθηκε από κροκόδειλο δίπλα στο βάλτο. Ή από ανεξέλγκτη κομπίνα που χάλασαν τα φρένα της. Ή «τον πήρε η φρέζα». Ωραία έκφραση: «Τον πήρε η φρέζα». Κι αυτή γύρισε στην πόλη και παντρεύτηκε τελικά κάποιον αγύμναστο ταμία σε τράπεζα.

Κάτι κάνουν το Σεπτέμβρη. Τι σκατά; Ξέρω το καλοκαίρι η γιαγιά μου και ο παππούς μου βάζουν καπνά. Δεν θέλω να γράψω για καπνά. Το σιτάρι είναι είδος πρώτης ανάγκης. Το τσιγάρο όχι. Μόνο ο μπαμπάς μου λέει το αντίθετο. Γεωργός σιτηρών λοιπόν. Φτωχός. Ταλαιπωρημένος. Βρωμίλος. Με έναν απλό γάιδαρο. Ο Ντορής. Και με μια σκρόφα γυναίκα, χοντρή με κρεατοελιές. Με παιδιά που δεν διαβάζουν και κατουράνε δεξιά και αριστερά.

Παίρνω φόρα. Κοιτάζω τους άλλους να δω αν γράφουν. Μπα. Κάποιος (ο γνωστός άγνωστος) πάλι αμόλησε τη θανατηφόρα του πορδή. Γυρίζω και βλέπω τον Γιάννη πίσω μου. Ω Θεέ μου! Το μάτι μου πιάνει μια μόνο πρόταση που είναι ικανή να με στείλει στον τάφο ή στα χωράφια. «Τα περήφανα βόδια οργώνουν τη γη». Τι λε ρε παιδί μου!!! Τα περήφανα βόδια. Γιατί είναι περήφανα αυτά τα βόδια; Εγώ άμα τον πω βόδι το Γιάννη, θα είναι περήφανος; Οργώνουν τη γη; Όχι το χωράφι; Τη γη; Εννοεί τον πλανήτη ο μαλάκας; Οργώνουν τον Άρη; Ο γεωργός του δεν έχει ούτε τρακτέρ, ούτε γάιδαρο. Έχει βόδια. Ω ρε φωτιές που μου άναψες, κακόχρονο να χεις.

Έτσι είσαι ρε παλιοκουφάλα; Ε λοιπόν εγώ θα γράψω για γεωργό που τον πήρε η φρέζα. Εκεί να σε δω. Και μείνε εσύ με τα βόδια σου ρε μοσχάρι. Ο δικός μου θα είναι ΚΑΙ πλούσιος ΚΑΙ σακάτης. Διότι κύριε τα λεφτά και οι φρέζες δεν φέρνουν την ευτυχία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εδώ θα αφήνετε σχόλια και... σχολιανά