Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

Αρχές Σεπτέμβρη

Ψάχνουμε στη δουλειά να θυμηθούμε ποια χρονιά καταργήθηκε το Σάββατο στο σχολείο. (Η συνέχεια εδώ)

Αρχές Σεπτέμβρη. Με τη μαμά από το χέρι. Σχολείο. Μετά από καμιά δεκαριά μέρες είπα ότι μπορώ και μόνος να περνάω το δρόμο. Με πήγε μέχρι το ένα πεζοδρόμιο. Η Κασσάνδρου τότε ήταν διπλής κατεύθυνσης. Με άφησε να πάω μόνος στο άλλο. Ok. Εφοδιασμένος με μάτια, 1000, στόμα. Τα θυμάσαι αυτά τα χαζά λογοπαίγνια των χρόνων του δημοτικού όπου τα χείλια τα γράφαμε 1000.


Ψάχνουμε στη δουλειά να θυμηθούμε ποια χρονιά καταργήθηκε το Σάββατο στο σχολείο. Το Σάββατο είχε τη δική του μυρωδιά. Εγώ τα παλιά τα θυμάμαι μυρίζοντας. Το Σάββατο λοιπόν είχε τη δική του μυρωδιά. Μύριζε απορρυπαντικά και όσπρια το απόγευμα όταν πηγαίναμε στο μπακάλικο του πώςτονελέγανε (Θόδωρου;) να αγοράσουμε τα της βδομάδας και κουβάλαγα να ανεβούμε στον πρώτο που ήτανε τελικά δεύτερος. Το Σαββατόβραδο μύριζε Φίνος Φιλμς. Και η ταινία όμως είχε κι αυτή άρωμα. Μυρωδιά καλοκαιρινή, λευκαντικού, με καπέλα, με κοπέλα, με πλαζ.

Άντε τώρα να περιμένεις εσύ το καλοκαίρι και νά ναι ακόμα Νοέμβριος. Και χωρίς αργία Πολυτεχνείου ακόμα. Τόση απόσταση πώς να τη διανύσεις με τη Λόλα και το μήλο της. Η Λόλα λοιπόν τότε δεν ενέπνεε κανέναν ερωτισμό. Καμία φαντασίωση. Άχρωμη και, κυρίως, άοσμη. Υπήρχαν κι άλλες στο γκρουπ. Η Έλλη, η Άννα και βέβαια ο Μίμης. Ο μικρός μαλάκας προφανώς ήταν ο μόνος που πήρε το μήλο. Τα ίδια είχε κάνει κι ο Αδάμ. Οι άλλες παρήγγειλαν φρουτοσαλάτα.

Εγώ ντρεπόμουν όσο προχωρούσε η χρονιά. Θα πλησιάζαμε στο μάθημα με τον Σωτήρη τον καστανά. Το είχα διαβάσει το αναγνωστικό από πριν και είχα δει ότι το όνομά μου το είχαν αντιστοιχίσει οι αντίχριστοι με έναν τίμιο πλην πτωχό καστανά. Εγώ που από τότε ήμουν μεγαλομανής πίστευα ότι θα μου έπρεπε το λιγότερο αστροναύτης. Φοβόμουν ότι μετά τα κάστανα θα με έβαζαν να ψήνω το καλοκαίρι ΚΑΙ καλαμπόκια. Φαντάζεσαι; «Ο Σωτήρης ο καλαμποκάς»; Δεν ήταν καν χειρονακτική τέχνη. Δεν ήμουν ούτε καν ένας απλός υδραυλικός. Δεν είπα να είμαι executive σε πολυεθνική ρε γαμώτο, αλλά καστανάς; Τι μεροκάματο να βγάλει ένας καστανάς; Εκτός κι αν άνοιγε δεύτερο μαγαζί «καστανάς-σαλεπιτζής». Από το κακό στο χειρότερο.

Γι αυτό το αναγνωστικό, όταν το θυμάμαι, μυρίζω κάστανο ψημένο, κρύο και υγρασία σαλονικιώτικη. Είχε κι ένα χρώμα σέπια στις εικόνες. Καστανόχρωμο γενικά.

Οι χειμώνες ήταν βροχεροί με νερά που κατέβαιναν ορμητικά από την Άνω Πόλη. Με τις μισές μέρες απογευματινός στο σχολείο και τις μισές πρωινός. Να μην μπορούν να μπουν σε τάξη οι βιορυθμοί. Με την κυρία μας να λέει το ρω «γω». Παρόλα αυτά από νωρίς στη χρονιά είπε τη λέξη «έγωτας» που μέχρι τότε νομίζαμε ήταν βρισιά. Αρχίσαμε κι εμείς «έρωτας-έγωτας και αγάπη-αράπη». Από κει τα ξεσήκωσε κι ο Κραουνάκης.

Ζωγραφίζαμε στο τετράδιο. Ήταν μισό μισό. Με γραμμές να γράψεις την αντιγραφή κι από πάνω λευκός χώρος να ζωγραφίσεις. Οι δικιές μου ζωγραφιές δεν είχαν μυρωδιά. Δεν ήξερα. Δεν μπορούσα. Έμαθα μόνο μικυμάους και τιραμόλες να κάνω. Ο Ντίνος έμενε στην οικοδομή απέναντι. Ένας αδύνατος πολύ, νομίζαμε είχε κάποια αρρώστια. Εξαιρετικός ζωγράφος. Κάτι βουνά, κάτι λαγκάδια, κάτι ηλιοβασιλέματα να σε πιάνει αλλεργία από τη γύρη. Κάτι στρωμένα οικογενειακά τραπέζια με όλα τα σόγια που λες και το χαρτί του ρε γαμώτο μύριζε κουραμπιέδες χριστουγεννιάτικους και τσουρέκια για το Πάσχα. Μερικές φορές ο κερατάς νόμιζες ότι ζωγράφιζε ΚΑΙ την τσίκνα…









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εδώ θα αφήνετε σχόλια και... σχολιανά